Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2008

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ Ή ΑΛΛΙΩΣ Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ EBENEZER SCROOGE(ΜΕΡΟΣ 2ο)

Οι δείκτες του ρολογιού σημαδεύουν μία ακριβώς! Ένας δυνατός ήχος συνοδεύει την εκτυφλωτική λάμψη που γεμίζει το δωμάτιο του Σπαγγοραμενίδη και τον αναγκάζει να ξυπνήσει! "Έλα σήκω, ήρθε η ώρα να έρθεις μαζί μου", ακούγεται μια φωνή. Ο Σπαγγοραμενίδης βάζει το χέρι μπροστά από τα μάτια του, μήπως και καταφέρει να δει κάτι και ρωτάει ποιος είναι.
-Είμαι το φάντασμα τον περασμένων Χριστουγέννων!
-Χέστηκα! Φεύγα θέλω να κοιμηθώ.
-Πρέπει να έρθεις μαζί μου.
-Σήκω φύγε γιατί θα καλέσω τους ghostbusters!
-Το χιούμορ σου είναι χειρότερο από την καρμιριά σου!Έλα πάμε.
-Καλά κοίτα να μην αργήσουμε, θέλω να κοιμηθώ και λίγο.
-Με προειδοποίησε ο Γιάννης για σένα, αλλά εσύ δεν παίζεσαι! Πιάσε το χέρι μου καλά γιατί θα πετάξουμε.
-Πλάκα κάνεις?
-Καθόλου!
-Θα μου δείξεις μετά πως το καταφέρνεις?
-Νόμιζα ότι βιαζόσουν να πας για ύπνο.
-Αν μπορώ να πετάω θα κάνω τις δουλειές μου πιο γρήγορα, άρα θα κερδίζω και περισσότερα λεφτά, οπότε τι να λέει να χάσω λίγο χρόνο από τον ύπνο μου.
-Τι να πω!Είσαι...
-Ωχ που ήμαστε?
-Σου θυμίζει κάτι το μέρος?
-Πολλά!Είναι το πατρικό μου. Α να 'μαι κι εγώ, πόσο μικρός είμαι! Βγαίνω από το κοτέτσι.
-Τι έκανες εκεί?
-Ότι χαρτζιλίκι είχα το έβαζα κάτω από τις κλώσες για να αυγατίζετε! Από μικρός ήμουν φοβερός σ' αυτά. Γιατί τραβάς τα μαλλιά σου?
-Τι Γερολαδάς που είσαι!
-Τι είπες τώρα! Ομολογώ ότι αυτός ο χαρακτήρας ήταν πηγή έμπνευσης, για τη μετέπειτα πορεία της ζωής μου! Το ποδηλατάκι μου, η πρώτη κρυψώνα που βρήκα για τα λεφτουδάκια μου.
-Δεν βλέπω άλλα παιδιά να σε κάνουν παρέα όμως.
-Συνήθως έβρισκα τρόπους και τους έπαιρνα το χαρτζιλίκι, για αυτό.
-Και το βρίσκεις σωστό αυτό?
-Αφού ήταν χαϊβάνια! Εγώ φταίω πάλι? Μα που πήγαν όλοι, που ήμαστε? Κάτι μου θυμίζει αυτό το πάρκο!
-Για δες λίγο καλύτερα.
-Ααααααααα! Είναι το πάρκο που ερχόμασταν βόλτα με την καλή μου. Καθόμασταν στη λίμνη με τις πάπιες, τρώγαμε πασατέμπο και πίναμε πορτοκαλάδα! Ωραίες μέρες!
-Καλά ρε φίλε σοβαρολογείς? Με πασατέμπο και πορτοκαλάδα την βγάζατε?
-Ναι γιατί?
-Για αυτό σε παράτησε!
-Κάνεις λάθος, απλώς όπως όλες οι γυναίκες κάποια στιγμή άρχισε να έχει παράλογες απαιτήσεις. Άρχισε να ζητάει βόλτες στα βόρεια προάστια, ψώνια στο Mall, σπίτι στο Κεφαλάρι, ακριβό αυτοκίνητο και τέτοια. Πώς να τα έβγαζα πέρα?
-Αχ! Είναι το μόνο που δεν έχεις άδικο!
-Έχεις καεί κι εσύ?
-Μόνο έχω καεί! Τι κερατιάτικα πλήρωσα για γυναίκες όσο ζούσα! Άσε!
-Αλήθεια εσύ από τι πέθανες?
-Τα είχα με μια παντρεμένη εκείνη τη περίοδο, ο άντρας της έλειπε συχνά, αλλά τη μοιραία μέρα γύρισε χωρίς να τον περιμένουμε. Εγώ αναγκαστικά βγήκα από τη πίσω πόρτα, στη πίσω αυλή, εκεί όμως ήταν το λυκόσκυλο τους που με έστρωσε στο κυνήγι. Πήδηξα τη μάντρα τελικά προς το δρόμο και με χτύπησε ένα αυτοκίνητο.
-Και πέθανες.
-Όχι, όπως έφυγα προς τα πίσω από το χτύπημα, έπεσα πάνω σε μια γριά που νόμιζε ότι προσπαθούσα να της κλέψω τη τσάντα και άρχισε να με χτυπάει. Γρήγορα μαζεύτηκε κόσμος γύρω μου που με χτύπαγαν αλύπητα! Στη προσπάθεια μου να ξεφύγω σκόνταψα σ' ένα χαντάκι, έπεσα χτύπησα το κεφάλι μου στο πεζοδρόμιο και έμεινα στο τόπο!
-Τέτοιο θάνατο ούτε ο Χίτσκοκ δε θα σκεφτόταν!
-Αρκετά με μένα.
-Ωχ! Μεταφερθήκαμε πάλι, πως το έκανες αυτό, λέγε θέλω να μάθω!
-Στον κόσμο των πνευμάτων όλα γίνονται!Ξέρεις που ήμαστε τώρα?
-Φυσικά!Στον Καλοπεράσογλου, το πρώτο μου αφεντικό. Μεγάλος βλάκας, μοίραζε τα λεφτά του από δω κι από κει. Διασκεδάσεις, γυναίκες, φιλανθρωπίες ... δεν ήξερε να διευθύνει σωστά την επιχείρηση του!
-Έπαιρνες καλά λεφτά?
-Ναι, τι σου λέω τόση ώρα, δεν ήξερε να διευθύνει την επιχείρηση του, πλήρωνε καλά ακόμα και τις καθαρήστριες. Μπορείς να σταματήσεις να χτυπιέσαι?
-Είσαι απλά παράλογος! Οι συνάδελφοι σου γιατί σε κοροϊδεύουν?
-Είχα πιάσει και δεύτερη δουλειά.
-Αφού έπαιρνες καλά λεφτά.
-Ναι αλλά ποτέ δεν είναι αρκετά! Άσε που δούλευα μόνο οχτώ ώρες και είχα πολύ ελεύθερο χρόνο. Τι να έκανα να καθόμουνα?
-Ο παραλογισμός σε όλο του το μεγαλείο! Και τι δουλειά έκανες?
-Έβραζα καπότες σ' έναν οίκο ανοχής. Οι συνάδελφοι μου τότε αντί να παραδειγματιστούν, άρχισαν να λένε ότι γαμιέμαι για μια πάστα, επειδή στην ουσία εκεί δεν έπαιρνα καλά λεφτά και σιγά σιγά μου κόλλησαν το παρατσούκλι σεράνο! Μαλάκες!
-Τώρα που το είπες να είχαμε μία. Τη λιγουρεύτικα!
-Άντε πάμε πίσω να φας κι εσύ τη σερανο, να πάω κι εγώ για ύπνο...
- Πάμε γιατί σε σιχάθηκα, όχι τίποτα άλλο!

Δεν υπάρχουν σχόλια: